ανιθαγένεια
Προφορά
Ετυμολογία
ανιθαγένεια ανιθαγενής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανιθαγένεια
✦ η έλλειψη ιθαγένειας, κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο από το οποίο έχει αφαιρεθεί η ιθαγένεια, δεν μπορεί ή αρνείται να αποκτήσει την ιθαγένεια άλλης χώρας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–