ανθρωποσωτήριος


ανθρωποσωτήριος
Προφορά

Ετυμολογία
ανθρωποσωτήριος άνθρωπος + σωτήριος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανθρωποσωτήριος -ια, -ιο

✦ που σώζει ανθρώπους, ο ικανός να δώσει τη σωτηρία σε πάσχοντες: ανθρωποσωτήρια ανακάλυψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.