ανίχνευση
Προφορά
Ετυμολογία
ανίχνευση μεσαιωνική ελληνική ἀνίχνευσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανίχνευση
✦ αναζήτηση με ιχνηλασία
✦ (μτφ. ) προσεκτική έρευνα
✦ ο εντοπισμός στοιχείου σε σώμα που υποβάλλεται σε χημική ανάλυση: η ανίχνευση τοξικής ουσίας στα σπλάχνα, επιβεβαίωσε τις υποψίες της αστυνομίας ότι επρόκειτο για έγκλημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–