ανίζηση


ανίζηση
Προφορά

Ετυμολογία
ανίζηση ανά + ιζάνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανίζηση

✦ ανύψωση τμήματος του εδάφους πάνω από την κανονική επιφάνεια

Συνώνυμα

Αντίθετα
καθίζηση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.