ανίδρωτος


ανίδρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανίδρωτος αρχαία ελληνική ἀνίδρωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανίδρωτος -η, -ο

✦ που δεν ίδρωσε ή δεν ιδρώνει, δεν κοπιάζει
✦ που αποκτάται άκοπα, χωρίς ιδρώτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανίδρωτα (Κ ανιδρώτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.