αδιαθεσία


αδιαθεσία
Προφορά

Ετυμολογία
αδιαθεσία αδιάθετος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αδιαθεσία

✦ έλλειψη καλής διαθέσεως, ελαφρά διαταραχή της υγείας, μικροαρρώστια, ακεφιά
✦ (με ειδική σημασία, για τις γυναίκες) η κατάσταση της εμμηνορρυσίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.