αδιάπνευστος


αδιάπνευστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιάπνευστος μεταγενέστερη ελληνική ἀδιάπνευστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιάπνευστος -η, -ο

✦ ο χωρίς διαπνοή
✦ αυτός που δεν επιτρέπει εξάτμιση ή διαπνοή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.