αδέσποτος


αδέσποτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδέσποτος αρχαία ελληνική ἀδέσποτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδέσποτος -η, -ο

✦ ο χωρίς αφεντικό ή που δεν είναι γνωστό το αφεντικό του: σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι μόνον βαβίζουν (Α. Κάλβος)
✦ (για πράγματα) ο χωρίς κύριο
✦ αβάσιμος, αστήρικτος: κυκλοφορούσε, από στόμα σε στόμα, μια αδέσποτη φήμη (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αδέσποτα (Κ αδεσπότως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.