αγύριστος
Προφορά
Ετυμολογία
αγύριστος ἀ στερητικό + γυρίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αγύριστος -η, -ο
✦ που δε γύρισε από κάπου
✦ (για τόπους) αυτός που δεν τον γύρισαν, δεν τον περιηγήθηκαν, ή από τον οποίο δεν επιστρέφει κανείς: φρ. ας πάει στον αγύριστο (ας πάει να χαθεί)
✦ (για πρόσωπα) που δεν αλλάζει γνώμη φρ. αγύριστο κεφάλι
✦ (για πράγματα) που δεν επιστρέφεται, δεν πρόκειται να επιστραφεί: φρ. δανεικά κι αγύριστα
Συνώνυμα
αμετάπειστος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αγύριστα