αγχώδης


αγχώδης
Προφορά

Ετυμολογία
αγχώδης άγχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγχώδης -ης, -ες

✦ ο χαρακτηριζόμενος από άγχος ή ο χαρακτηριστικός του άγχους: αγχώδης κατάσταση
✦ (για πρόσωπα) αυτός που αισθάνεται ή προκαλεί άγχος: αγχώδης τύπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.