αγρονόμος


αγρονόμος
Προφορά

Ετυμολογία
αγρονόμος αρχαία ελληνική ἀγρονόμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η αγρονόμος

✦ επιστήμονας που μελετά τους νόμους τους σχετικούς με την καλλιέργεια των αγρών
✦ υπάλληλος που ασκεί εποπτεία στα αγροτικά κτήματα (βλ. κ. αγρονομία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.