αγριόγατα
Προφορά
Ετυμολογία
αγριόγατα άγριος + γάτα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγριόγατα
✦ θηλ. αγριόγατα μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, που μοιάζει με την κατοικίδια γάτα
✦ εγκαταλελειμμένη κατοικίδια γάτα που ζει σε άγρια κατάσταση
✦ (μτφ. για πρόσ.) οξύθυμος, άγριος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–