αγριο-


αγριο-
Προφορά

Ετυμολογία
αγριο- – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
αγριο-

✦ κ. πριν από φων. αγρι- ως α΄ συνθετ. από το επίθ. άγριος, που προσδίνει στο β΄ συνθετ. την έννοια του άγριου, του όχι ήμερου κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τέτοια σύνθ. σχηματίζονται στο λόγο αυθόρμητα κατά τις περιστάσεις και η ερμηνεία τους, ευνόητη, καθορίζεται από τα ίδια τα συνθετικά τους μέρη (αγριόγατος, αγριόπαπια, αγριόξυλο)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.