αγριεμάρα


αγριεμάρα
Προφορά

Ετυμολογία
αγριεμάρα αγρίεμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγριεμάρα

✦ φόβος, δέος, αγρίεμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.