αγονιμοποίητος


αγονιμοποίητος
Προφορά

Ετυμολογία
αγονιμοποίητος ἀ στερητικό + γονιμοποιώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγονιμοποίητος -η, -ο

✦ που δεν έχει γονιμοποιηθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.