αγκαλιά


αγκαλιά
Προφορά

Ετυμολογία
αγκαλιά αρχαία ελληνική αγκάλη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγκαλιά

✦ το μέρος του ανθρώπινου σώματος μεταξύ του λυγισμένου μπράτσου και του στήθους, κόλπος, κόρφος: έχουν… βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες (Διον. Σολωμός)
✦ ό,τι μπορεί να χωρέσει στην αγκάλη: μια αγκαλιά λουλούδια
✦ (και ως επίρρ.) στην αγκάλη, αγκαλιαστά: πήρε το παιδί της αγκαλιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.