αγκαλίτσα


αγκαλίτσα
Προφορά

Ετυμολογία
αγκαλίτσα υποκοριστικό του ουσιαστικού αγκάλη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αγκαλίτσα

✦ η αγκαλιά
✦ (κ. ως επίρρ.): θα σε πάρω αγκαλίτσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.