αγιαστικός Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply αγιαστικόςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/αγιαστικός.mp3Ετυμολογίααγιαστικός μεταγενέστερη ελληνική ἁγιαστικός Ερμηνεία└επίθετο┘ αγιαστικός -ή, -ό ✦ που καθιστά κάποιον ή κάτι άγιο: αγιαστικό μύρο – αγιαστική δύναμη Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–