αγιάρι


αγιάρι
Προφορά

Ετυμολογία
αγιάρι └αραβ┘ ayar (=βαθμός καθαρότητας του χρυσού)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αγιάρι

✦ ακριβής λειτουργία μηχανήματος ή ζυγού
✦ έλεγχος της λειτουργίας μηχανήματος
✦ χωρητικότητα αγγείου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.