αγεφύρωτος


αγεφύρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αγεφύρωτος ἀ στερητικό + γεφυρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγεφύρωτος -η, -ο

✦ ο χωρίς γέφυρα
✦ που δεν έχει γεφυρωθεί ή δεν μπορεί να γεφυρωθεί
✦ (και μτφ.): αγεφύρωτο χάσμα (ως προς τις αντιλήψεις, τις αρχές)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.