αγγιχτός


αγγιχτός
Προφορά

Ετυμολογία
αγγιχτός αγγίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγγιχτός -ή, -ό

✦ αγγιγμένος, που τον αγγίζει κάποιος
✦ χρησιμοποιημένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αγγιχτά, εξ επαφής, ακουμπιστά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.