αγγελοβαρεμένος


αγγελοβαρεμένος
Προφορά

Ετυμολογία
αγγελοβαρεμένος άγγελος + βαρεμένος, μτχ. παθ. πρκμ. του βαρώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αγγελοβαρεμένος -η, -ο

✦ αυτός που ψυχορραγεί

Συνώνυμα
αγγελοκρουσμένος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.