αβγωμένος


αβγωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
αβγωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος αβγώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αβγωμένος -η, -ο
✦ ο γεμάτος αβγά: αβγωμένα ψάρια

Συνώνυμα
ωοφόρος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.