Άδης


Άδης
Προφορά

Ετυμολογία
Άδης αρχαία ελληνική ᾍδης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο Άδης

✦ ο τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές μετά το θάνατο, και ιδ. η κόλαση: καβάλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον Άδη (Κ. Παλαμάς)
✦ για τόπο, βαθύ και σκοτεινό
✦ (συνεκδ.) το σκοτάδι
✦ φρ. σαν οι στραβοί στον Άδη, γι’ αυτούς που μιμούνται άκριτα και επιζήμια – πήγα στον ΄ Αδη και γύρισα, διέτρεξα μεγάλο κίνδυνο, ά. είδα το χάρο με τα μάτια μου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.