ωφέλεια


ωφέλεια
Προφορά

Ετυμολογία
ωφέλεια αρχαία ελληνική ὠφέλεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ωφέλεια

✦ όφελος, κέρδος, απολαβή

Συνώνυμα

Αντίθετα
βλάβη, ζημία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.