ωδίνες


ωδίνες
Προφορά

Ετυμολογία
ωδίνες πληθ. του αρχαίου ελληνικού ἡ ὠδίς, -ῖνος

Ερμηνεία
ωδίνες

✦ ουσ. οι πόνοι της γέννας: φρ. αρχαί ωδίνων, (μτφ. ) αρχίζουν οι δυσχέρειες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.