ζεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ζεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/ζεύω.mp3Ετυμολογίαζεύω έζεψα Ερμηνεία└ρήμα┘ ζεύω ✦ βάζω ζώο στο ζυγό ✦ (μτφ. ) υποχρεώνω σε κοπιαστική δουλειά: τον φέρανε στο φιλότιμο και τον ζέψανε για τα καλά Συνώνυμα–Αντίθεταξεζεύω, λύνω Επιρρήματα–