ζευγαρωτός


ζευγαρωτός
Προφορά

Ετυμολογία
ζευγαρωτός ζευγαρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ζευγαρωτός -ή, -ό

✦ που σμίγει για να αποτελέσει ζευγάρι: κάθε κλαράκι βαστάει πουλάκι ζευγαρωτό (Ι. Βηλαράς)

Συνώνυμα

Αντίθετα
αζευγάρωτος
Επιρρήματα
ζευγαρωτά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.