ζέπελιν


ζέπελιν
Προφορά

Ετυμολογία
ζέπελιν └γερμ┘ Zeppelin, όν. του αεροναυπηγού κατασκευαστή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ζέπελιν

✦ μεγάλο πηδαλιοχούμενο αερόπλοιο που χρησιμοποιήθηκε ως πολεμικό κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και για εμπορικές μεταφορές μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.