γεροσύνη


γεροσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
γεροσύνη γερός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γεροσύνη

✦ η ιδιότητα του γερού, υγεία: γεροσύνη να ‘χουμε (Β. Ρώτας)
✦ στερεότητα, αντοχή
✦ τα γεράματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.