γεροντικός


γεροντικός
Προφορά

Ετυμολογία
γεροντικός αρχαία ελληνική γεροντικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ γεροντικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τους γέροντες ή τα γηρατειά: γεροντική άνοια – ιδιοτροπία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
γεροντικά (Κ γεροντικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.