αντρογυναίκα
Προφορά
Ετυμολογία
αντρογυναίκα άντρας + γυναίκα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντρογυναίκα
✦ γυναίκα γεροδεμένη, που φέρεται σαν άντρας: και να ‘χει πελάτισσες κάτι αντρογυναίκες ένα κεφάλι ψηλότερες από λόγου του, με χερούκλες που λιώνανε το σίδερο (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–