αντλητικός


αντλητικός
Προφορά

Ετυμολογία
αντλητικός αντλώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντλητικός -ή, -ό

✦ αυτός που αντλεί, που είναι κατάλληλος για άντληση: αντλητική μηχανή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.