αντλία


αντλία
Προφορά

Ετυμολογία
αντλία αρχαία ελληνική ἀντλία, από το ἄντλος (= το κύτος του πλοίου και το ακάθαρτο νερό που συγκεντρώνεται σ’ αυτό)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αντλία

✦ συσκευή για την άντληση: οι αντλίες διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: υδραντλίες και αεραντλίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.