αντιχρονισμός


αντιχρονισμός
Προφορά

Ετυμολογία
αντιχρονισμός μεταγενέστερη ελληνική ἀντι-χρονισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αντιχρονισμός

✦ η χρήση ενός χρόνου με σημασία άλλου (π.χ. αρχαία ελληνική ρ., ενεστώτας με σημ. παρακειμένου)
✦ (μουσ.) (απόδ. στα ελλην. του γαλλικά contretemps – ιταλ. contrattempo) είδος συγκοπής κατά την οποία ο φθόγγος που ακούγεται στο ασθενές μέρος του μέτρου δεν συνεχίζεται στο ισχυρό που ακολουθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.