αντισπασμωδικός


αντισπασμωδικός
Προφορά

Ετυμολογία
αντισπασμωδικός αντί + σπασμωδικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντισπασμωδικός -ή, -ό

✦ που προλαβαίνει ή καταπαύει τους σπασμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αντισπασμωδικά (Κ αντισπασμωδικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.