αντισήκωμα


αντισήκωμα
Προφορά

Ετυμολογία
αντισήκωμα αντισηκώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αντισήκωμα

✦ οικονομικό αντιστάθμισμα
✦ (γεν.) αντίβαρο, αντιστάθμισμα: της σάρκας μου πήραν τα μάτια, αλλά έχω εγώ αντισήκωμα τα μάτια της σοφίας (Κ. Παλαμάς)
✦ (ειδ.) χρηματικό ποσό που καταβάλλεται, υπό ορισμένες συνθήκες, για απαλλαγή από στρατιωτική υποχρέωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.