αντιπαλεύω
Προφορά
Ετυμολογία
αντιπαλεύω αντί + παλεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αντιπαλεύω
✦ παλεύω, μάχομαι με όλες μου τις δυνάμεις: τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου μ’ ορμή (Διον. Σολωμός)
✦ (κ. μτβ.): να τεντωθώ απέναντι στη μοίρα… να την αντιπαλέψω (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–