αντιπαθητικός
Προφορά
Ετυμολογία
αντιπαθητικός μεταγενέστερη ελληνική ἀντιπαθητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντιπαθητικός -ή, -ό
✦ που προκαλεί αντιπάθεια, αποστροφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
-ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) που προκαλεί αντιπάθεια, αποστροφή
Επιρρήματα
-ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) που προκαλεί αντιπάθεια, αποστροφή