αντινομία
Προφορά
Ετυμολογία
αντινομία μεταγενέστερη ελληνική ἀντινομία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντινομία
✦ η ύπαρξη αντιφατικών διατάξεων σ’ ένα νόμο ή στο σύστημα του δικαίου
✦ (γεν.) η αντιφατικότητα: δεν υπάρχει ανάμεσα στα παλαιά και στα νέα έργα καμιά, απολύτως καμιά, αντινομία (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–