αντιμιμητικός


αντιμιμητικός
Προφορά

Ετυμολογία
αντιμιμητικός από τα αρχαία ελληνικά ἀντιμίμησις (= πιστή μίμηση)

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντιμιμητικός -ή, -ό

✦ αυτός που μιμείται πιστά: η αντιμιμητική ερμηνεία του ελληνικού τοπίου (στη ζωγραφική) (Οδ. Ελύτης)
✦ ο μη μιμητικός, αυτός που δεν χαρακτηρίζεται από μιμητισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.