αντιμετώπιση
Προφορά
Ετυμολογία
αντιμετώπιση αντιμετωπίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντιμετώπιση
✦ η απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι κατά μέτωπο (κατά πρόσωπο) τοποθέτηση
✦ (κ. μτφ.): η αντιμετώπιση του πληθωρισμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–