αντιμεταρρύθμιση
Προφορά
Ετυμολογία
αντιμεταρρύθμιση αντί + μεταρρύθμισις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντιμεταρρύθμιση
✦ αντίδραση σε μεταρρυθμιστικά μέτρα
✦ (ειδ.) η κίνηση στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας κατά της Μεταρρύθμισης των διαμαρτυρομένων (16ος αιώνας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–