αντιμέρεια
Προφορά
Ετυμολογία
αντιμέρεια μεταγενέστερη ελληνική ἀντιμέρεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντιμέρεια
✦ σχήμα λόγου κατά το οποίο αντί ονόματος χρησιμοποιείται μετοχή: (γνωρίζοντας τα μυστικά αντί γνώστης των μυστικών)
✦ (βιολ.) η επανάληψη των αντιμερών του σώματος οργανισμού γύρω από έναν κύριο ή δευτερεύοντα άξονα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–