αντιμέμφομαι
Προφορά
Ετυμολογία
αντιμέμφομαι αρχαία ελληνική ἀντι-μέμφομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αντιμέμφομαι
✦ ανταποδίδω τη μομφή, αντικατηγορώ: η κυβέρνηση αντί να αντιμέμφεται την αντιπολίτευση, ας αναλάβει τις ευθύνες της για την αποτυχία του προγράμματός της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–