αντιληπτικός


αντιληπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αντιληπτικός αρχαία ελληνική ἀντιληπτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντιληπτικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να αντιλαμβάνεται, που έχει οξεία αντίληψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αντιληπτικά (Κ αντιληπτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.