αντικληρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αντικληρισμός αντί + κλήρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αντικληρισμός
✦ η αντίθεση προς τον κλήρο και ιδ. προς την κυριαρχία των κληρικών στην πνευματική και πολιτική ζωή της κοινωνίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–