αντικιέρ


αντικιέρ
Προφορά

Ετυμολογία
αντικιέρ └γαλλ┘ antiquaire

Ερμηνεία
αντικιέρ

✦ άκλ. ουσ. έμπορος παλαιών πολύτιμων αντικειμένων, αρχαιοπώλης (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.