αντικατοπτρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αντικατοπτρισμός αντικατοπτρίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αντικατοπτρισμός
✦ αντανάκλαση, καθρέφτισμα
✦ παρουσίαση εικόνας όπως σε καθρέφτη
✦ οπτικό φαινόμενο που παρατηρείται συνήθως στις ερήμους, όπου, εξαιτίας ατμοσφαιρικής διαθλάσεως, μακρινά αντικείμενα σχηματίζουν είδωλα μετέωρα ή αναστραμμένα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–