αντικαθεστωτικός


αντικαθεστωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αντικαθεστωτικός αντί + καθεστωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντικαθεστωτικός -ή, -ό

✦ ο αντίθετος ή εχθρός του καθεστώτος μιας χώρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
-ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο αντίθετος ή εχθρός του καθεστώτος μιας χώρας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.